- παντελής
- -ές, ΝΜΑαυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.)αρχ.1. πλήρης, ολόκληρος2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα3. φρ. α) «παντελὴς δύναμις ἁ τᾱς δεκάδος» — ο πλήρης αριθμός δέκαβ) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, απλώς, «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώςγ) «εἰς τὸ παντελές» — για πάντα.επίρρ...παντελώς ΝΜΑεντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαναρχ.1. (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, μάλιστα2. (με άρνηση) οὐ παντελῶςουδόλως.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -τελής (< τέλος), πρβλ. ευ-τελής].
Dictionary of Greek. 2013.